- Θηρίκλεια
- Θηρίκλειοςmade by Thericlesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θηρικλείας — Θηρικλείᾱς , Θηρίκλειος made by Thericles fem acc pl Θηρικλείᾱς , Θηρίκλειος made by Thericles fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηρικλείαν — Θηρικλείᾱν , Θηρίκλειος made by Thericles fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηρίκλειος — Θηρίκλειος, ον και ος, εία, ον (Α) 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από τον περίφημο Κορίνθιο κεραμέα Θηρικλέα 2. το θηλ. ως ουσ. Θηρικλεία ή Θηρίκλειος είδος αγγείου ή κυπέλλου από χώμα ή και ξύλο μαύρο με πλατιά βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν.… … Dictionary of Greek